Αναφέρεται από τον Αριστοτέλη εις το έργο του «Περί των ζώων ιστορίαι» εις τον στίχο 655Α 19 και ο Θεόκριτος εις τον στίχο 7,140: «εν πυκνιναίσι βάτων τρύζεσκεν ακάνθαις». Ο Όμηρος εις το έργο του Οδύσσεια εις το Ε και εις τον στίχο 328 «ως δ’ ότ οπωρινός Βορέης φορέησιν ακάνθας άμ πεδίον». Ο Θεόφραστος ο φιλόσοφος εις το έργο του «Περί φυτών αιτιών» εις το στίχο 1,10,5 «άκανθα ινδική». Γνωστή στους αρχαίους και ως ηρύγγιον. Ίσως εκ της ερυγής [ρέψιμο], διότι Διοσκουρίδης [3.21] και Θεόφραστος [6.1.3] συνιστούσαν την ρίζα της κατά της φουσκοστομαχιάς.
Το γαϊδουράγκαθο ήτο ιερό φυτό του Άρεως.
Η Ακανθίδα ήτο θυγατέρα του Αυτονόου και της Ιπποδάμειας, και αδερφή του Ακάνθου. Και για την κατασπάραξη του από τα άλογα του πατέρα του ακούγοντας τον θρήνον της οι θεοί την ευσπλαχνίσθηκαν και την έκαναν φυτό όπου πήρε και το όνομά της. Ο Άκανθος ήτο υιός του Αυτονόου και της Ιπποδάμειας και αδερφός της Ακανθίδος.
Ο Διοσκουρίδης αναφέρει για τα είδη του Αγκαθιού, πια από αυτά φύονται εις την Ελλάδα και πια όχι. Η ρίζα και η πόα του αγκαθιού χρησιμοποιούντο άλλοτε ως φάρμακο εσωτερικό και άλλοτε εξωτερικό λόγω της ενεχομένης βλέννας του.
Οι αρχαίοι ονόμαζαν πολλά ακανθοφόρα φυτά άκανθα ή αγκάθια ή άκανθο. Ο Όμηρος ονομάζει άκανθα του Θεόφραστου και του Διοσκουρίδου τον χαμαιλέοντα [κοινώς χαμοληός] τον μέλανα. Η άκανθα η κεάνωνος του Θεοφράστου και η άκανθα η αγρία του Διοσκουρίδου είναι ίσως η άκανθος η ακανθώδης. Η άκανθα η ερπάκανθα του Διοσκουρίδου είναι η άκανθος η απαλή. Το φυτό χρησιμοποιήθηκε εις την αρχιτεκτονική ως διακοσμητικό υπόδειγμα εις τα κορινθιακά κιονόκρανα από τον Καλλίμαχο τον 5ο αιώνα π.Χ. όπου του αποδίδεται και η εφεύρεσή του. Κάποια παράδοση όπως μας πληροφορεί ο Βιτρούβιος [IV. 1,8] λέει ότι ο Καλ-λίμαχος εμπνεύστηκε από το εξής γεγονός που βίωσε. Εις τον τάφο νεαρής Κορίνθιας θυγατέρας, η οποία είχε αποθάνει την παραμονή του γάμου της, η τροφός της έθεσε εντός καλάθου [κανίστρου] τα μικροαντικείμενα που ανήκαν εις την αποθανούσα και τα τοποθέτησε επί του τάφου της. Την άνοιξη βλάστησε μια ακάνθα, της οποίας η ρίζα ήταν εις τον κάλαθο, και οι εύ-χυμοι βλαστοί της περιέβαλαν αυτόν. Η πλίνθος η οποία κάλυπτε τον κάλαθο, ανάγκασε τους κλάδους και τα φύλλα της ακάνθου να καμφθούν σε σπείρες και έλικες. Αυτό παρατήρησε ο Καλλίμαχος και έτσι εφεύρε το κορινθιακό κιονόκρανο. Ο Μελέαγρος ο οποίος έζησε τέλη 2ου αιώνος π.Χ. με αρχές 1ου αιώνος π.Χ., ο οποίος στο ποίημά του «Στέφανος» παραβάλλει διαφόρους ποιητές με άνθη, άνθος ακάνθης αποδίδει στον ποιητή Αρχίλοχο [«Παλλατιανή Ανθο-λογία», IV.1]. Στην δε κωδική γλώσσα των φυτών, η προσφορά ακάνθων σημαίνει «είσαι αναιδής», ενώ η προσφορά λευκών ακάνθων σημαίνει «με βασανίζεις δεινώς»…Ο μήνας εκτομής των ακάνθων είναι ο Ιούλιος. Είναι γένος φυτών του αθροίσματος των σωρανθών της οικογένειας των συνθέτων, που περιλαμβάνουν 100 είδη. Είναι φυτά ποώδη ετήσια ή πολυετή, τινά λαχανευτικά, άπαντα ακανθόφυλλα, τα οποία φέρουν συνήθως, ταξιανθίες κεφαλών χρώματος ερυθροπορφυρού και σπανιότερον λευκού ἠ υποκίτρινου.
Κυριότερα είδη είναι:
α] ο Κάρδος ο πυκνοκέφαλος ή η Cardus pycnocephalus ή tenuiflorus [λατινική ονομασία], το κοινώς εις εμάς μαρουλάγκαθο εις το είδος τούτο αναφέρεται πιθανώς το κίρσιον του Διοσκουρίδου. Ο κάρδος απαντάται εις την πατρίδα μας ευρέως και είναι γνωστός με τις ονο-μασίες: αγκάθι, γαϊδουράγκαθο, γομαράγκαθο κ.α. Είναι φυτό φαρμακευτικό και εδώδιμο. Οι τρυφεροί ανθοφόροι βλαστοί και τα φύλλα τρώγονται μαγειρευμένοι ή ωμοί και θεωρούνται διουρητικοί, χολαγωγοί και τονωτικοί. Εξάλλου τα σπέρματα θεωρούνται αντικτερικά, αντιχολολιθικά, αντιβηχικά και αντιηπατικά.
β] ο Άκανθος η ατρακτυλλίς ή το Silybum marianum Gaertn [λατινική ονομασία ] ή η ακανθώδης ή η Άκανθος η αγρία [ονομασία κατά τον Διοσκουρίδη] η Ακανθίς [ονομασία παρά τοις αρχαίοις] ή το Αγκάθι [λαϊκή ονομασία] ή η Απούρανος [λαϊκή ονομασία εις τις Κυκλάδες].
γ] το Υρήγγιον ή το Σίλυβο του Διοσκουρίδου [ονομασία παρά τοις αρχαίοις] ή η Λευκανκάθα του Θεοφράστου [ονομασία παρά τοις αρχαίοις] ή η Απρινιά ή η Απύρινα [λαϊκές ονομασίες εις τις Κυκλάδες] ή το Μαριανό [από τις σταγόνες γάλακτος της Παρθένου Μαρίας που έπεσαν σε αυτά] [λαϊκή ονομασία] ή το Κουφάγκαθο ή Μουτρούνα ή η Μουτζούνα ή η Παππα-δίτσα ή ο Αγκάβατος [λαϊκές ονομασίες]
Το Γαϊδουράγκαθο συλλέγεται άνοιξη.
Το Γαϊδουράγκαθο ως αφέψημα δίδεται για την καλή λειτουργία του ήπατος αλλά και εις τα προβλήματα αυτού. Το αφέψημα το παρασκευάζουμε ως ακολούθως : σιγανό βράσιμο του γαϊδουράγκαθου για 15-20 λεπτά. Οι ρίζες, ο φλοιός, τα κλωνάρια, οι καρποί συνήθως απαιτούν πιο ισχυρή επεξεργασία από τα φύλλα ή τους ανθούς. Πίνουμε τα αφέψημα από 1 έως 3 κούπες την ημέρα, για κάθε κούπα νερού προσθέτουμε 25 γραμμάρια βοτάνου. Όχι παραπάνω διότι ας είναι ακίνδυνα η παραπάνω ποσότητα θα βλάψει. Παλαιότερα εθεραπεύετο η πανούκλα και η γάγγραινα. [«Το όλον», σελίς 291, Μ. Γρηγορίου, Βιοφυσικός, ειδικός διατροφολόγος]
Η λαϊκή ιατρική στο νομό Αχαΐας μας λέει ότι για τα γαϊδουράγκαθα ή Σκολιάμπρα, τα βράζεις την ρίζα τους και πίνεις για τα αρθριτικά. [«Το Μοίραλι - Από το 1461 έως σήμερα» - Χρήστος Θ. Κανελλάκης].
Απόσπασμα από το βιβλίο - Η Χλωρίδα μέσα από την μυθολογία & την λαογραφία - 2019 σελίδες 81-82
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου