Ελληνική Προϊστορία
Οι Κήρες
Εις την αρχαία Ελλάδα υπάρχουν οι εορτές του
Διονύσου τα Μικρά [το σημερινό μήνα Δεκέμβριο], τα Ανθεστήρια [Φεβρουάριο με
Μάρτιο] και τα
Μεγάλα Διονύσια [Μάρτιο με Απρίλιο] εορτές όπου πίστευαν ότι οι
ψυχές εις τον Άδη και οι «Κήρες» επέστρεφαν εις τον επάνω κόσμο επειδή ο Άδης
ήτο ανοιχτός. Και επίστευαν ότι οι «Κήρες» εκείνες ενοχλούσαν τους ζωντανούς
μιαίνοντας τις τροφές. Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι, για να αποφύγουν τα μίασματα,
περιέζωναν τα ιερά με ερυθρό νήμα, δημιουργώντας έτσι ένα μαγικό κύκλο, που δεν
μπορούσαν οι ψυχές να τον υπερβούν. Άλειφαν όμως όλη την ημέρα με πίσσα τις
πόρτες των σπιτιών και μασούσαν ράμνον [θάμνος με τις εξής ονομασίες ξυλάγκαθο
ή αμπαλόρος ή μαξουλιά ή πετραγκαθιά ή χρυσόξυλο κ.λ.π.], για να εμποδίσουν
έτσι την ενδεχόμενη αλλά πάντως έντονα ανεπιθύμητη είσοδο των ψυχών εις τους
ναούς, τα σπίτια και εις τα σώματα ακόμη. Τελικά όταν περνούσαν οι ημέρες των
εορτών, έδιωχναν εις τον Άδη, εις το τόπο της μόνιμης κατοικίας των, όπως τους
ενοχλητικούς επιδρομείς, φωνάζοντας μια φράση, που από τότε έμεινε παροιμιώδης.
Έλεγαν δηλαδή : «Θύραζε, κήρες, ουκέτ’
Ανθεστήρια». Το οποίο σημαίνει : «Εμπρός έξω από την πόρτα, ψυχές επιβλαβείς,
δεν είναι πια Ανθεστήρια ή Διονύσια [Μικρά].
Χριστιανική ιστορία
Οι Καλικάντζαροι ή οι Καλλικαντζάροι [όπως εγράφετο
παλαιότερα]
Οι Καλικάντζαροι είναι ειδικά δαιμόνια που
εμφανίζονται μόνο το Δωδεκαήμερο [25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου].
Η μορφή των καλλικαντζάρων ποικίλλει κατά
τόπους, αλλά έχει χαρακτηριστικό κοινό την ασχήμια. Είναι «κακομούτσουνοι», «σιχαμένοι», όπως και
οι δυσειδείς πολλές φορές «καλλικάντζαροι» αποκαλούνται καθώς και οι πολύ
ισχνοί, διότι και η ισχνότης των καλλικαντζάρων είναι παροιμιώδης. Έκαστος από
αυτούς έχει και σωματικό κάποιο ελάττωμα «κι’ απόνα κουσούρι», άλλοι είναι
κουτσοί, άλλοι στραβοί, άλλοι μονόμματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι,
στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι,
τσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακκατλίκια τα βρίσκεις
απάνω τους (Αράχοβα, Λειβαδείας). Λέγουν είναι νάνοι έχοντας ανάστημα μικρού
παιδιού, αλλά κατά κάποιες παραδόσεις είναι υψηλοί. Έχουν μαλλιά μακριά και
ατημέλητα και εν γένει είναι δασείς, με αγρίους οφθαλμούς ερυθρούς, δόντια
κάπρου, χέρια πιθήκου, νύχια μακριά και γαμψά, πόδια γαϊδάρου[η περιγραφή
θυμίζει τους Σάτυρους], ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, «μισοί
άνθρωποι και οι μισοί γάϊδαροι» λέγουν εις την Σύμη όπως την παριστάνουν και
άλλοι τους παριστάνουν δαίμονες. Είναι πολύ ευκίνητοι, αναρριχώνται εις τους
τοίχους, περπατούν εις τις στέγες, διέρχονται από τις καπνοδόχους κ.α. Κάποιες
άλλες παραδόσεις λέγουν ότι είναι γυμνοί οι οποίοι φέρουν ενδύματα ιδιάζοντα, όπως
η καπότα (αδιάβροχο) η οποία είναι μεγάλη και χοντρή, η σκούφια (κατσούλα), την
οποίαν κατασκευάζουν οι ίδιοι από γουρουνότριχες και η οποία ομοιάζει με
οξυκόρυμβο πιλό και τα υποδήματά τους. Τα οποία αλλού πιστεύεται ότι είναι
σιδηρά, αλλού δε τσαρούχια ή τσαγγιά. Η τροφή τους είναι συνήθως ακάθαρτος :
«σκουλήκια, βαθρακάκια, φίδια, γουστερίτσες κ.ο.», αλλά επίσης αρέσκονται εις
το χοιρινό κρέας, τα λουκάνικα, ακόμη δε τους τηγανίτες (τα λαλάγγια), τα
πλακούντια, αυτά τα οποία κατά τις ημέρες του δωδεκαημέρου που παρασκευάζονται
εις τις οικίες και γι αυτό για τους εξευμενίσουν, ρίπτουν πολλές φορές εις τις
στέγες ξηροτήγανα ή λουκάνικα. Είναι αρκετά φιλόχοροι, είδος δε χορού το οποίο
ονομάζουν εις την Νάξο είναι ο «χορός των καλλικαντζάρων».
Αναφέρονται και γυναίκες αυτών όπως
καλλικαντζαρού – καλλικαντζαρίνα – καλλικαντζαρίνες και τα παιδιά αυτών. Πολλές
είναι οι παραδόσεις κατά τις οποίες καλείται μαία (μαμή) από τους
καλλικαντζάρους να θεραπεύσει την λεχώνα γυναίκα του, απειλείται δε αν τυχόν το
βρέφος είναι θηλυκό. Και άλλες θηλυκές συντρόφισσες αυτών αναφέρονται ως οι
«καλοκυράδες» μετά των οποίων κατά τις αθηναικές παραδόσεις χορεύει ο
κωλοβελόνης όπως καλείται εις την Αθήνα ο καλλικάντζαρος, οι «βερβελούδες» όπως
καλούνται εις την Κωνσταντινούπολη, οι «τζόγιες» όπως καλούνται εις την Θεσσαλία.
Οι καλλικάντζαροι έρχονται την παραμονή των
Χριστουγέννων εις την γη, εις την Σκιάθο πιστεύουν ότι έρχονται με πλοιάριο,
ομοίως και εις την Οινόη ότι έρχονται με χρυσή βάρκα, κατά δε τους Ικάριους
πιστεύεται ότι έρχονται εις τους φλοιούς των καρυδιών. Αρχηγός τους είναι ο
«πρώτος», ο «μεγάλος», ο «κουτσός», ο «Μαντρακούκος» όπως τον ονομάζουν οι
Κωνσταντινοπολίτες.
Συνηθέστεροι τόποι όπου διαβιώνουν είναι οι
μύλοι, επειδή ευρίσκονται εις έρημους τόπους, γι αυτό μεταβαίνουν σε αυτούς
κατά την διάρκεια τις νύκτες του δωδεκαημέρου. Παραμονεύουν σε λαγκάδια, σε
μέρη που υπάρχει νερό και κοντά σε ανεμόμυλους. Καθ’ όλο το άλλο πλήν του
δωδεκαημέρου διάστημα οι καλλικάντζαροι διαμένουν κάτω από την γη, «στον κόσμο
του Άδη» όπου πελεκούν ή πριονίζουν ή κατατρώγουν με τα δόντια τους, τους
στύλους που υποβαστάζουν την γη, όταν όμως πλησιάζει το τέλος της εργασίας
τους, τότε ανεβαίνουν τα Χριστούγεννα εις την Γη, όταν δε μετά πάλι
κατέρχονται μετά το δωδεκαήμερο ευρίσκουν τους στύλους ακέραιους και
επαναρχίζουν το έργο τους.
Οι καλλικάντζαροι όπως πιστεύουν σε πολλά
μέρη της Ελλάδος, είναι άνθρωποι οι οποίοι έχουν κακή μοίρα. Πιστεύεται ότι
γίνονται επίσης καλλικάντζαροι επίσης όσοι γεννηθούν εντός του δωδεκαημέρου,
εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως. Επίσης εκείνοι εις τους οποίους ο ιερέας δεν
ανέγνωσε καλά τις ευχές του βαπτίσματος. Κατά τις δοξασίες των Σιφνίων αυτός ο
οποίος πεθαίνει τα Χριστούγεννα, όπως και ο αυτόχειρας, ενώ όπως πιστεύεται εις
την Μακεδονία γίνεται καλλικάντζαρος αυτός ο οποίος έχει αλαφρό άγγελο και
επομένως ανίσχυρο να προστατεύσει αυτόν από την κακή δαιμονική επιρροή.
Κοινώς πιστεύεται ότι οι καλλικάντζαροι
αδυνατούν να βλάψουν τους ανθρώπους διότι είναι αρκετά μωροί και ευκόλως εξαπατώνται.
Σε άλλα μέρη όμως τουναντίον θεωρούνται λίαν επικίνδυνοι γι αυτό και με
οποιονδήποτε τρόπο προσπαθούν να τους σώσουν από τους δαίμονες αυτούς. Εις την
Μακεδονία όταν κάποιος πολύ δειλός αλλά λαμβάνει και πολλές προφυλάξεις, λέγουν
ότι «γεννήθηκε στο καιρό των καλλικαντζάρων». Λέγουν ότι επικάθονται εις τους
ώμους των ανθρώπων που συναντούν κατά την διάρκεια της νύκτας όπου και πνίγουν
αυτούς αν δεν αποκριθούν εις την ερώτησή τους, όταν αυτοί διέλθουν από το μέρος
όπου διαμένουν.
Επίσης όταν εισέρχονται εις τις κατοικίες δια
μέσου της καπνοδόχου ή μέσω άλλης οπής δέρνουν, πνίγουν, σκοτώνουν τους
ανθρώπους αρπάζουν τα ενδύματα, «βασανίζουν τις ακαμάτρες.. γι αυτό τα κορίτσια
σπουδάζουν να φτιάσουν όσο μπορούν περισσότερο γνέμα το σαρανταήμερο» όπως λέγουν
οι Σάμιοι. Στην Καππαδοκία επίστευαν ότι κατά το 12ήμερο [25 Δεκεμβρίου – 6
Ιανουαρίου], «οι πεθαμένοι γυρίζουν εις τους δρόμους και μπαίνουν εις τα σπίτια
από την καπνοδόχο, τους ακριβώς και οι Καλικάντζαροι. Εκεί τους δαίμονες του
χειμερινού 12ημέρου δεν τους ονομάζουν Καλικαντζάρους, αλλά τους αποκαλούν
«μνημοράτους», δηλαδή νεκρούς που ήρθαν από τα μνημούρια, τα μνήματα. Χύνουν το
νερό, ουρούν εις τα δοχεία οίνου και ελαίου, διασκορπίζουν το αλεύρι. Μιαίνουν
τις τροφές και ότι άλλο βρούν μπροστά τους, και ιδίως την στάκτη, εις την οποία
και κρύπτονται, όπως πιστεύεται εις πολλά μέρη. Γιατί και η τέφρα του
δωδεκαημέρου η οποία καλείται «δωδεκαμερίτικη» ή η «καλλικαντζαρίσια» ή η
«παγανίσια» ή η «στάκτη που δεν άκουσε το εν Ιορδάνη» θεωρείται ακάθαρτη και
ακατάλληλη για οποιανδήποτε χρήση [Ν. Πολίτης Συμ....., ..,..]
Προς αποτροπή των καλλικαντζάρων μεταχειρίζονται ποικίλα μέσα, τα οποία
ανάγονται εις τρείς κύριες κατηγορίες :
1)πράξεις της χριστιανικής
λατρείας, όπως α) το σημείο του σταυρού εις τις πόρτες και τα παράθυρα της
οικίας, ώστε να μην εισέλθουν εις τα δοχεία του οίνου και του ελαίου,
σταυρώνουν επίσης το μέτωπο των αβάπτιστων παιδιών ώστε να μην τα αρπάξουν οι
καλλικάντζαροι. Μετά β) είναι ο αγιασμός των οικιών και μάλιστα αυτός της
παραμονής των Φώτων και γ) το θυμίαμα.
2)Επωδοί, άσεμνες φράσεις, η
επιφώνηση : «ξύλα κούτσουρα δαυλιά καϋμένα» αναφέρεται εις τον φόβο που έχουν
οι καλλικάντζαροι εις την φωτιάν. Ακόμη οι εξορκισμοί, δηλαδή η εκφώνηση του
«Πάτερ ημών» τρις φορές.
3)Οι μαγικές πράξεις, όπως το
κάπνισμα και δη δυσωδών ουσιών. Όπως να ρίξουν εις την εστία της φωτιάς τεμάχιο
δέρματος, συνήθως παλαιού υποδήματος (θεωρείται καλύτερο ένα παλαιό τσαρούχι,
το ονομαζόμενο παλαιοτσάρουχο). Επίσης τους απομακρύνει η οσμή της βοτάνης του
χαμαιλέοντος ή άλλως χαμολιός. Σε άλλα μέρη λέγουν άσματα τα οποία αναφέρονται
ότι λέγουν οι καλλικαντζάροι, όπως : «χαμολιός μυρίζει εδώ, να χαθεί τέτοιο
χωριό». Αποτρεπτικό είναι επίσης χοιρινό οστό (κόκκαλο), ως αντιβασκανικό και
το οποίο αναρτάται εις το όπισθεν της πόρτας, το μαυρομάνικο μαχαίρι.
Υπάρχουν, όμως, και φυτά που διώχνουν τους
καλλικαντζάρους και ταυτόχρονα φέρνουν καλή τύχη για τον καινούργιο χρόνο. Ένα
τέτοιο φυτό, το οποίο βάζουμε ακόμη και σήμερα εις τα σπίτια μας αυτές τις
ημέρες είναι η κρεμμύδα. Η Χρυσοβασιλίτσα, όπως αλλιώς την λένε, ακόμα και
ξεχασμένη σε κάποια γωνιά του σπιτιού, βγάζει φύλλα τέτοια εποχή, και
ξαναρχίζει τον κύκλο της ζωής τους. Όπως το φως που ξαναγεννιέται εις το
χειμερινό ηλιοστάσιο, έτσι εύχεται καλές εορτές και υγεία για την καινούργια
χρονιά.
Αποτρεπτικές είναι και οι φωτιές εις ολόκληρη
την Ελλάδα που ανάπτονται και όρθιος εις την εστία διατηρείται αναμμένος δαυλός
καθ’ όλη την διάρκεια του δωδεκαημέρου. Φοβούνται οι καλλικάντζαροι τον
κρατούμενο αναμμένο δαυλό, γι’ αυτό και οι εξερχόμενοι την νύκτα κρατούν αυτόν,
αυτός ο οποίος επικαλείται βοήθεια κατά των καλλικαντζάρων φωνάζει : τρεχάτε
γειτόνοι με τα δένδρινα δαυλιά (όπως κάμουν εις την Τριφυλία) ή ξύλα κούτσουρα
δαυλιά καϋμένα (λέγουν εις την Καλαμάτα). Ακόμη αλλού «ζεματίζουν» αυτούς που
κατασκευάζουν τηγανιτές λαλαγγίτες ή λουκουμάδες το δωδεκαήμερο και ιδίως την
παραμονή των Θεοφανίων. Όταν δε συλλάβουν τον καλλικάντζαρο τον αναγκάζουν να
μετρήσει τις οπές του κόσκινου το οποίο αδυνατεί μα πράξει ή τον δένουν με
ερυθρά κλωστή ή ψαθόσχοινο τα οποία αδυνατεί να κόψει.
Πολύ γνωστή είναι η δοξασία κατά την οποίαν
οι καλλικάντζαροι όταν φεύγουν από την γη, την παραμονή των Φώτων, εκδιωκόμενοι
κατά τον αγιασμό των κατοικιών από τους ιερείς λέγουν ένα σκωπτικό άσμα αλλά
και κατά τον αγιασμό εκφράζουν τον φόβο τους :
Φεύγετε τα φεύγωμε
γιατ’ έρχεται ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούσα του
και θα μας αγιάση
και θα μας μαγαρίση.
Κατά την αποχώρησή τους υστερεί
κάποιος από αυτούς πάντοτε ο οποίος θεωρείται χωλός, αφού δε φύγουν λαμβάνει
χώρα ο καθαρμός του χωριού, με φωτιές τις οποίες ανάπτουν τις περισσότερες
φορές εις την ύπαιθρο. Καθαρίζεται ακόμη η εστία και όλη η κατοικία είτε κατά
τα Θεοφάνεια ή την επομένη, οπότε και την στάκτη του δωδεκαημέρου την πετούν
έξω από την κατοικία ή την φυλάσσουν δια τις μαγγανείες.
Το κούτσουρο αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο ή
Δωδεκαμερίτης ή και ο Σκαρκάντζαλος. Και ενόσω καίγεται στο τζάκι, δεν τολμά ο
Καλικάντζαρος να πλησιάσει. Ακόμα και η στάχτη του προφυλάσσει το σπίτι από
κάθε ξωτικό και κακό, όπως τέτοιοι είναι και οι Καλικάντζαροι.
Επίσης είναι γνωστοί
και με τις ονομασίες :
Βερβελούδες,Βουρβούλακες, Ξωτικά, Καληαντζόνια, Κάηδες, Καλιοντζήδες, Καλκάνια,
Καλικαντζαρίνες, Καλκάντζαροι, Καλικαντζαρού, Καλκατζόνια,
Καλιτσάντεροι, Καλλισπούδηδες, Καλοκυράδες, Καρκάντζαροι, Κωλοβελόνηδες, Λυκοκάντζαροι,
Μαντρακούκοι, Σκαλαπούνταροι, Σκαλικαντζέρια, Σκαντζάρια, Τζόγιες, Τσιλικρώτα, Παγανά,
Παρωρίτες, Πλανήταροι, Χρυσαφεντάδοι, κ.ά.
Όλοι οι παραπάνω δεν θα πρέπει να συγχέονται
με άλλα «δαιμόνια» της Ελληνικής υπαίθρου, που έχουν μεν τα ίδια χαρακτηριστικά
αλλά που εμφανίζονται μέσα σ΄ όλο το χρόνο όπως οι «Βουρκόλακες» (=Βρυκόλακες),
«Βουρβούλακες», «Παγανοί», «Αερικά», «Ξωτικά», «Παρωρίτες» σε αντίθεση με τα
«Τσιλικρωτά» (Καρδαμύλη Μάνης), «Καλιοντζήδες» (Ήπειρος), «Πλανήταροι» και
«Πλανηταρούδια» (Κύπρος), «Κατσιάδες» (Χίος), «Κάηδες» και «Καλισπούδηδες»
(Σάμος), «Κάηδες» αλλά και «Καημπίλιδες» (Κάρπαθος), «Σιβότες» και «Σιφώτες»
(Καππαδοκία), και ακόμη «Χρυσαφεντάδες» [Χρυσαφεντάδες όπως εμάς καλοί] (Οινόη-Πόντος)
που γενικά αυτοί εμφανίζονται και συμπεριφέρονται και ως καλικάντζαροι.
[πηγή της τελευταίας παραγράφου
από την ακόλουθο ιστοσελίδα : www.rotise.gr].
Στην Κύπρο τους ονομάζουν Καραμάνους, αλλά
Καρα-Μαύρους και Μάνους που ονομάζουν επίσης τους Ατσίγγανους. «Καρά» σημαίνει
μαύρος και «Μάνους»[από το λατινικό umano = άνθρωπος, όπου στο χρόνο και την
παραφθορά του έγινε Μάνο, όπου στον πληθυντικό Μάνους] άνθρωπος. Ο Πολίτης
αναφέρει : «Οι Καλικάντζαροι πηγαίνουν εις την εκκλησίαν σαν κι εμάς και μόνον
όταν βγαίνουν τις’ άγια γίνουντ’ άφαντοι». Το άλλο όνομά τους «Κάηδες», που το
συναντάμε εις την Ρόδο και την Κάρπαθο, χαρακτηρίζει Ατσιγγάνους που ήταν, όπως
πίστευαν, απόγονοι του Κάϊν.
[Από την αρχαία
Ελληνική Μυθολογία περί των Σατύρων και του Πάνα [Schmidi, ...,...]
Από την αρχαία Ελληνική
Μυθολογία περί των Κενταύρων [Mayer, Lawson] – Από τη νεώτερη φαντασία των
Ελλήνων εξ αφορμής αρχαίων μύθων [Ν. Πολίτης] – Εκ των αιγυπτιακών κανθάρων
[Boll, που συμφωνεί και ο Κουκουλές] – Εκ του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα
[Σβορώνος] – Ως δαιμόνια της εστίας του πυρός [Δεινάκης] – απόσπασμα από την
ακόλουθο ιστοσελίδα :
Ο Ν. Πολίτης μας πληροφορεί ακόμη, πως οι
άνθρωποι επίστευαν ότι οι Καλικάντζαροι είναι βρυκόλακες Ατσιγγάνων. Έτσι
εξηγείται και η ονομασία τους. Το πρώτο συνθετικό «Κάλι» είναι ονομασία Ατσιγγάνων,
το δεύτερο συνθετικό είναι ονομασία των Ατσιγγάνων της Αιγύπτου, οι οποίοι
ήρθαν εις την Ελλάδα τον 14ο αιώνα, και ονομάζοντο «Γαντζάροι». Δηλαδή οι Κάλι
– Γαντζάροι όπου εις την πάροδο του χρόνου με την παραφθορά έγινε
Καλικάντζαροι.
Τα ξωτικά συμμετέχουν σε εορτές χαράς αλλά
και λύπης, κατά την λαϊκή παράδοση. Από τις μεγαλύτερες εορτές τους είναι και η
Πρωτομαγιά, που συνδέεται με την σοδειά, καθώς και η εορτή του μεσοκαλόκαιρου,
κατά την θερινή ισημερία, τότε που ανάβονται οι φωτιές προς τιμήν του Αγίου
Ιωάννη του Ριγανά.
Εις την Ελλάδα, γενικά, συναντούμε ένα
μοναδικό πλήθος παραδόσεων σχετικά με τα ξωτικά, όπως για τον Αράπη, τα
στοιχειά (δένδρων, πηγαδιών, δρόμων, γεφυριών, λιμνών, ποταμών, ρεματιών,
σπηλιών, εκκλησιών κ.α.), την γριά, την γουρούνα, το θερίο ή θηριό της
θαλάσσης, το φίδι, τον δράκο, τον βραχνά, τις στρίγγλες, τις νεράϊδες, τις
ανασκελάδες, τα τελώνια, τα χαμοδράκια, τους καλικάντζαρους.
Κατά τον 17ο αιώνα, ο Robert Kirk ο οποίος
ήτο κληρικός από την Σκωτία, με κέλτικη ανατροφή και μόρφωση, εις την εργασία
του με τίτλο «The Common Wealth of
Elves, Fauns and Fairies» (Ο κοινός πλούτος των ξωτικών, των Fauns και των
νεράιδων), ανέφερε ότι τα ξωτικά είναι ένα είδος το οποίο ευρίσκεται μεταξύ
ανθρώπων και Αγγέλων· από την φύση τους είναι άϋλα όντα, με σώματα φωτεινά και
ρευστά, και μπορούν να εμφανίζονται ή να εξαφανίζονται κατά βούληση· έχουν
οργανωμένες κοινωνίες και είναι κάτοχοι μιας γνώσεως σύμφωνα με την οποία
τίποτα εις τον κόσμο δεν πεθαίνει, αλλά όλα εξελίσσονται και ανανεώνονται για
πάντα.
Το έτος 1725, δηλαδή εις τις αρχές του 18ου
αιώνος ένας συγγραφέας, ονόματι Bourne, εις το βιβλίο του «Antiquitatis Vulgares» («Η κοινή αρχαιότητα») [σελ. ..κεφ...] έγραφε ότι τα ξωτικά κυκλοφορούν εις τον κόσμο
τις νύχτες και ξεφαντώνουν με χορό και τραγούδι, μέσα στα σκοτεινά ερημικά δάση
και τα δροσερά λιβάδια, κάτω από την λάμψη του φεγγαριού, όταν οι άνθρωποι
κοιμούνται και δεν μπορούν να τα δουν. Φτάνουν, μάλιστα, εις το σημείο να
λιώνουν τα παπούτσια τους από τον πολύ χορό, ώστε το επάγγελμα του παπουτσή να
είναι το πλέον διαδεδομένο εις τον κόσμο τους. Με το ξημέρωμα τα σημάδια αυτών
των χορών είναι εμφανή, αφού στα σημεία όπου χόρευαν φαίνονται καθαρά κάποιοι
κύκλοι ή δαχτυλίδια, οι περίφημοι Κύκλοι ή Δαχτυλίδια των ξωτικών.
Ο John Gregorson Campbell, εις το έργο του «Superstitions of the Highlandsand in the
Islands of Scotland»( Οι δεισιδαιμονίες των
Highlands και στα νησιά της Σκοτίας) , αναφέρει ότι τα ξωτικά ζουν μια
παράλληλη ζωή σε σχέση με την ανθρωπότητα. Υπάρχουν παιδιά και γέροι μεταξύ
τους, εξασκούν όλα τα είδη του εμπορίου και της χειροτεχνίας, έχουν γελάδια και
σκυλιά και χρειάζονται ρούχα, φαγητό και ύπνο. Πολλοί άνθρωποι που μπήκαν στον
κόσμο τους τα είδαν να ασχολούνται με εργασίες παράλληλες με αυτές των
ανθρώπων: οι γυναίκες έγνεθαν, άλεθαν, ζύμωναν και μαγείρευαν, ενώ οι άντρες
χόρευαν, αστειεύονταν ή κάθονταν δίπλα στη φωτιά, όπως κάνουν οι τσιγγάνοι.
[οι πληροφορίες των δυο
τελευταίων παραγράφων προέρχονται
από το βιβλίο Ναούμ Θεοδοσιάδης, Ξωτικά,
εκδόσεις Αρχέτυπο, 2006]
Εις το εξωτερικό ένα από τα ποιο πρόσφατα
περιστατικά είναι το ακόλουθο εις την περιοχή του Νόττιγχαμ της Μεγάλης
Βρεττανίας.
Μια από τις πιο παράξενες περιπτώσεις ήταν
αυτή που αναφέρθηκε από μια ομάδα 10χρονων μαθητών οι οποίοι επιστρέφντας εις
το σπίτι τους διερχόμενοι μέσα από το πάρκο Wollaton στο Νόττινχαμ ένα απόγευμα
του Σεπτεμβρίου του 1979, είδαν μια ομάδα από 60 Καλλικαντζάρους να βγαίνουν
μέσα από θάμνους δίπλα εις την λίμνη επάνω σε μικρά ασπροκόκκινα αυτοκινητάκια,
το δε ύψος τους ήτο το μισό των παιδιών με πρασινωπά ζαρωμένα πρόσωπα, κόκκινα
σακάκια, πράσινες περικνημίδες και άσπρες γενειάδες με κόκκινες άκρες. Παρά την
αυστηρή ανάκριση του δασκάλου τους κανένα από τα παιδιά δεν άλλαξε την κατάθεσή
του. Η Marjory Johnson, πρώην γραμματέας εις την κοινότητα ερευνών για ξωτικά και
νεράϊδες η οποία εδρεύει εις το Νόττιγχαμ, αποκάλυψε πως είχε δεχθεί πολλές
αναφορές για μικρά ανθρωπάκια από το πάρκο Wollaton και πολύ συχνά είχαν να
κάνουν με την λίμνη του πάρκου.
Η βιβλιογραφία αποκρύπτεται,
επειδή αναπαράχθηκαν άρθρα του συγγραφέως άνευ αναφοράς του ονόματός του, της
ιστοσελίδος αλλά και του βιβλίου «Αναμνήσεις από το μέλλον του χθες», 2019
http://pirforosellin.blogspot.gr/
- Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον
αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link
). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.[282-372-20]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου